Μνήμη — remembrance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμη — remembrance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμῃ — Μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμῃ — μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
μνήμη — η 1. ικανότητα του νου να συγκρατεί προηγούμενες εμπειρίες, το μνημονικό: Παρόλο που έκλεισε τα ενενήντα έχει γερή μνήμη. 2. ανάμνηση: Αφιέρωσε το μυθιστόρημα που έγραψε στη μνήμη των γονιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μνήμηι — Μνήμῃ , Μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμηι — μνήμῃ , μνήμη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνημέων — Μνήμη remembrance fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημέων — μνήμη remembrance fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)